- ψηφολέκτης
- οαυτός που ασχολείται με την καταμέτρηση των ψήφων μετά την ψηφοφορία, αυτός που κάνει τη διαλογή των ψήφων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψηφολέκτης — ο, Ν άτομο που ενεργεί την διαλογή και την καταμέτρηση τών ψήφων μετά την ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + λέκτης (< λέγω με σημ. «συλλέγω»), πρβλ. πεζο λέκτης. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής Εθνοσυνελεύσεως τού 1843] … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek